- επικνώ
- ἐπικνῶ, -άω (Α)1. τρίβω, ξύνω την επιφάνεια ή πάνω σε κάτι2. χαράζω, γρατζουνίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνω «ξύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπικνῶ — ἐπικνάω scrape pres imperat mp 2nd sg ἐπικνάω scrape pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἐπικνάω scrape pres ind act 1st sg (attic epic ionic) ἐπικνάω scrape pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) ἐπικνάω scrape pres ind act 1st sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικνήθω — ἐπικνήθω (AM) 1. επικνώ*. τρίβω επάνω σε κάτι 2. ξύνω … Dictionary of Greek
κνω — κνῶ, άω και κναίω και κνήθω (Α) 1. τρίβω κάτι σε σκληρή και κοφτερή επιφάνεια («ἐπὶ δ αἴγειον κνῆ τυρὸν κνῆστι χαλκείῃ», Ομ. Ιλ.) 2. ξύνω (α. «ἔλαφοι πρὸς τὰ δένδρα κνώμενοι», Αριστοτ. β. «κνῆσαι τῇ χειρί», Ιπποκρ.) 3. (ενεργ. και μεσοπαθ.)… … Dictionary of Greek